ακανθωτός

ακανθωτός
-ή, -ό (Μ ἀκανθωτός, -ή, -ὸν) νεοελλ. και αγκαθωτός, -ή, -ό [ἄκανθα]
αυτός που έχει αγκάθια, αγκαθερός, ακανθώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καλαμοκεντρίτις — καλαμοκεντρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) πάπ. (ενν. γη) τόπος κατάφυτος από ακανθώδη φυτά, από αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + κεντρίτης «ακανθωτός»] …   Dictionary of Greek

  • αλίκυρτος — (halicyrtus). Επιστημονική ονομασία γένους δακτυλιοσκωλήκωντης οικογένειας των νηρηιδών της τάξης των πλανήτων. Ζουν στον βυθό των βόρειων θαλασσών (Βαλτική, Βόρειος Παγωμένος ωκεανός κ.ά.). Το σώμα τους είναι κυλινδρικό και φτάνει περίπου τα 8… …   Dictionary of Greek

  • άταξ — (atax). Γένος αρθροπόδων αραχνών που ζουν στα γλυκά νερά, παρασιτικά μέσα στο σώμα διαφόρων μαλακίων. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 2 χιλιοστά. Τα πιο γνωστά είδη είναι ο ά. ο ακανθωτός και ο α. ο στρογγυλωπός …   Dictionary of Greek

  • κράτεγος — Γένος φυτών της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα αυτοφύονται οκτώ είδη. Αξιόλογο είδος είναι ο κ. ο οξυάκανθος, θάμνος ύψους μέχρι 5 μ., γνωστός και με τις ονομασίες μουρτζιά, μουμουτζελιά, τρικουκιά. Είναι πολύκλαδος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”